μελαμφαῆ — μελαμφαής whose light is blackness neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μελαμφαής whose light is blackness masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μελαμφαής whose light is blackness masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαμφαεῖς — μελαμφαής whose light is blackness masc/fem acc pl μελαμφαής whose light is blackness masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαμφαές — μελαμφαής whose light is blackness masc/fem voc sg μελαμφαής whose light is blackness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαμφαέων — μελαμφαής whose light is blackness masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
μελαναυγής — μελαναυγής, ές (ΑM) αυτός που έχει μαύρη όψη, σκοτεινή λάμψη, μελαμφαής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + αυγής (< αυγή), πρβλ. κυαν αυγής, πυρ αυγής] … Dictionary of Greek
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek